υπενθύμιση

υπενθύμιση
η
το να υπενθυμίζω, η υπόμνηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπενθύμιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπενθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπενθυμίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπενθύμισις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • υπομνεία — ἡ, Α υπόμνηση, υπενθύμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μνεία «υπόμνηση, υπενθύμιση»] …   Dictionary of Greek

  • υπόμνημα — το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] 1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι 2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον 3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση… …   Dictionary of Greek

  • ενθύμηση — και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) [ενθυμούμαι] σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση τής πατρίδας τους», Καρκαβ.) νεοελλ. 1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου») 2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ 3. πληθ. (παλαιογρ.) οι …   Dictionary of Greek

  • επίκλημα — ἐπίκλημα, τὸ (Α) [επικαλώ] 1. κατηγορία, μομφή 2. επίκληση, υπενθύμιση προσωπικών υπηρεσιών για απαλλαγή από τιμωρία («παρ’ οὐδὲν αὑταῑς ἧν ἃν ὀλλύναι πόσεις ἐπίκλημ’ ἐχούσαις ὅ,τι τύχῃ», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • κεντρί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 848 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, 34 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί)… …   Dictionary of Greek

  • μνεία — η (ΑΜ μνεία, Α αιολ. τ. μνᾶ) 1. αναφορά, υπόμνηση, υπενθύμιση (α. «σε κανένα χωρίο δεν υπάρχει σχετική μνεία» β. «ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐποιοῡ πρὸς ἐμὲ ὑπὲρ τοῡ νεανίσκου», Πλάτ.) 2. φρ. «μνεία(ν) ποιοῡμαι τινος» ή «κάνω μνεία» υπενθυμίζω, μιλώ… …   Dictionary of Greek

  • μνημονικός — ή, ό (Α μνημονικός, ή, όν) [μνήμων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μνήμη ή στην ανάμνηση 2. το ουδ. ως ουσ. το μνημονικό(ν) η μνήμη, το θυμητικό («έχει δυνατό μνημονικό») νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στην απομνημόνευση ή την υπενθύμιση… …   Dictionary of Greek

  • μνημοτεχνικός — ή, ό [μνημοτέχνης) 1. αυτός που συντελεί στην απομνημόνευση ή στην υπενθύμιση, αλλ. μνημονικός («μνημοτεχνική λέξη») 2. το θηλ. ως ουσ.) η μνημοτεχνική η τέχνη τής ενίσχυσης της μνήμης με διάφορα μέσα, μνημονευτική, μνημονική …   Dictionary of Greek

  • παντοδυναμία — Το να είναι κανείς παντοδύναμος, το να μπορεί να κάνει τα πάντα. Ο όρος π. χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στις μονοθεϊστικές θρησκείες για να εξαρθεί η δύναμη του ενός θεού. Στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη είναι συχνή η υπενθύμιση της π. του Θεού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”